- τραπεζότης
- τρᾰπεζό-της, ητος, ἡ,A table-nature, tableness, Pl. ap. D.L.6.53.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τραπεζότης — table nature fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζότητα — τραπεζότης table nature fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεττιγότης — ητος, ἡ, Α η ιδιότητα τού τέττιγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + κατάλ. της* κατά τα ποδότης, τραπεζότης] … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek